- αἴσθητ'
- αἴσθηται , αἰσθάνομαιperceiveaor subj mid 3rd sgαἴσθηται , αἰσθάνομαιperceivepres subj mp 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλακτικός — και μαλαχτικός, ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακτικός, ή, όν) [μαλακτός] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει 2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών… … Dictionary of Greek
νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 … Dictionary of Greek
νατουραλισμός — ο 1. (φιλοσ.), θεωρία που πιστεύει πως τίποτε δεν υπάρχει έξω από τη φύση, αλλ. φυσιοκρατία. 2. (ηθική), θεωρία, σύμφωνα με την οποία η ηθική ζωή είναι προέκταση της βιολογικής ζωής και το ηθικό ιδανικό είναι η έκφραση των αναγκών και των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)